- μεταστρατεύω
- μεταστρατεύω (ΑΜ, Μ και ματαστρατεύω)μσν.εκστρατεύω πάλιαρχ.(το μέσ.) μεταστρατεύομαι(για στρατεύματα) τίθεμαι υπό τις διαταγές άλλου στρατηγού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + στρατεύω (< στρατός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.